Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγακλυμένη
ἀγακλυτός
ἀγακτιμένη
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλιάζει
ἀγάλλιος
ἀγαλμός
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματίτης
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
ἀγαλματοποιητικός
View word page
ἀγάλλιος
ἀγάλλιος· λοίδορος,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγάλλιος
Headword (normalized):
ἀγάλλιος
Headword (normalized/stripped):
αγαλλιος
IDX:
289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-290
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγάλλιος·</span> <span class="foreign greek">λοίδορος,</span> </div><br><br>'}