Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεπέκτατος
δυσεπήβολος
δυσεπίβατος
δυσεπίβλητος
δυσεπίβολος
δυσεπιβούλευτος
δυσεπίγνωστος
δυσεπίθετος
δυσεπικούρητος
δυσεπίκριτος
δυσεπιλόγιστος
δυσεπίμικτος
δυσεπινόητος
δυσεπίστροφος
δυσεπίσχετος
δυσεπίτευκτος
δυσεπιτίμητος
δυσεπιχείρητος
δυσεπούλωτος
δυσέραστος
δυσεργασία
View word page
δυσεπιλόγιστος
δῠσεπι-λόγιστος, ον,
A). hard to conceive, Diog.Oen. 38 .


ShortDef

hard to conceive

Debugging

Headword:
δυσεπιλόγιστος
Headword (normalized):
δυσεπιλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπιλογιστος
IDX:
28978
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28979
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεπι-λόγιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to conceive</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg1321.tlg001:38" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg1321.tlg001:38/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Diog.Oen.</span> 38 </a>.</div> </div><br><br>'}