Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεξώθητος
δυσέπακτος
δυσεπανόρθωτος
δυσεπέκτατος
δυσεπήβολος
δυσεπίβατος
δυσεπίβλητος
δυσεπίβολος
δυσεπιβούλευτος
δυσεπίγνωστος
δυσεπίθετος
δυσεπικούρητος
δυσεπίκριτος
δυσεπιλόγιστος
δυσεπίμικτος
δυσεπινόητος
δυσεπίστροφος
δυσεπίσχετος
δυσεπίτευκτος
δυσεπιτίμητος
δυσεπιχείρητος
View word page
δυσεπίθετος
δῠσεπί-θετος, ον,
A). hard to attack, Aen.Tact. Praef. 2 .


ShortDef

hard to attack

Debugging

Headword:
δυσεπίθετος
Headword (normalized):
δυσεπίθετος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπιθετος
IDX:
28975
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28976
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεπί-θετος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to attack</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Aen.Tact.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Praef.</span> 2 </span>.</div> </div><br><br>'}