Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσέξοδος
δυσέξοιστος
δυσέξοχος
δυσεξυβωτός
δυσεξώθητος
δυσέπακτος
δυσεπανόρθωτος
δυσεπέκτατος
δυσεπήβολος
δυσεπίβατος
δυσεπίβλητος
δυσεπίβολος
δυσεπιβούλευτος
δυσεπίγνωστος
δυσεπίθετος
δυσεπικούρητος
δυσεπίκριτος
δυσεπιλόγιστος
δυσεπίμικτος
δυσεπινόητος
δυσεπίστροφος
View word page
δυσεπίβλητος
δῠσεπί-βλητος, ον,
A). hard to attain to, παράδειγμα OGI 764.17 (Pergam.).


ShortDef

hard to attain to

Debugging

Headword:
δυσεπίβλητος
Headword (normalized):
δυσεπίβλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπιβλητος
IDX:
28971
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28972
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεπί-βλητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to attain to</span>, <span class="quote greek">παράδειγμα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">OGI</span> 764.17 </span> (Pergam.).</div> </div><br><br>'}