Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσέξιτος
δυσεξόδευτος
δυσέξοδος
δυσέξοιστος
δυσέξοχος
δυσεξυβωτός
δυσεξώθητος
δυσέπακτος
δυσεπανόρθωτος
δυσεπέκτατος
δυσεπήβολος
δυσεπίβατος
δυσεπίβλητος
δυσεπίβολος
δυσεπιβούλευτος
δυσεπίγνωστος
δυσεπίθετος
δυσεπικούρητος
δυσεπίκριτος
δυσεπιλόγιστος
δυσεπίμικτος
View word page
δυσεπήβολος
δῠσεπ-ήβολος, ον,
A). hard to master, Suid. s.v. Ἀγάπιος .


ShortDef

hard to master

Debugging

Headword:
δυσεπήβολος
Headword (normalized):
δυσεπήβολος
Headword (normalized/stripped):
δυσεπηβολος
IDX:
28969
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28970
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεπ-ήβολος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to master</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> s.v. <span class="ref greek">Ἀγάπιος</span> .</div> </div><br><br>'}