Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
δυσεξίλλητος
δυσεξίτηλος
δυσεξίτητος
δυσέξιτος
δυσεξόδευτος
δυσέξοδος
δυσέξοιστος
δυσέξοχος
δυσεξυβωτός
δυσεξώθητος
δυσέπακτος
δυσεπανόρθωτος
δυσεπέκτατος
δυσεπήβολος
δυσεπίβατος
View word page
δυσεξόδευτος
δῠσεξ-όδευτος, ον,
A). = δυσδιέξοδος , Procl. Par.Ptol. 153 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσεξόδευτος
Headword (normalized):
δυσεξόδευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξοδευτος
IDX:
28960
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28961
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεξ-όδευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δυσδιέξοδος</span> , <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg022:153" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4036.tlg022:153/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Procl.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Par.Ptol.</span> 153 </a>.</div> </div><br><br>'}