Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεξειλήτως
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλευστος
δυσεξέλικτος
δυσεξέργαστος
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
δυσεξίλλητος
δυσεξίτηλος
δυσεξίτητος
δυσέξιτος
δυσεξόδευτος
δυσέξοδος
δυσέξοιστος
δυσέξοχος
δυσεξυβωτός
δυσεξώθητος
View word page
δυσεξίλαστος
δῠσεξ-ίλαστος [ῑ],,
A). hard to appease, πένθη Plu. 2.609f .


ShortDef

hard to appease

Debugging

Headword:
δυσεξίλαστος
Headword (normalized):
δυσεξίλαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξιλαστος
IDX:
28955
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28956
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεξ-ίλαστος</span> [<span class="foreign greek">ῑ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to appease</span>, <span class="quote greek">πένθη</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.609f </span> .</div> </div><br><br>'}