Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεξάλυκτος
δυσεξανάλωτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξάτμιστος
δυσεξειλήτως
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλευστος
δυσεξέλικτος
δυσεξέργαστος
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
δυσεξίλλητος
δυσεξίτηλος
δυσεξίτητος
δυσέξιτος
View word page
δυσεξέργαστος
δῠσεξ-έργαστος, ον,
A). hard to work out, Eust. 1394.7 .


ShortDef

hard to work out

Debugging

Headword:
δυσεξέργαστος
Headword (normalized):
δυσεξέργαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξεργαστος
IDX:
28949
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28950
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεξ-έργαστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to work out</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1394:7" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4083.tlg001:1394.7/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eust.</span> 1394.7 </a>.</div> </div><br><br>'}