Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσένωτος
δυσεξάγωγος
δυσεξάκουστος
δυσεξάλειπτος
δυσεξάλυκτος
δυσεξανάλωτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξάτμιστος
δυσεξειλήτως
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλευστος
δυσεξέλικτος
δυσεξέργαστος
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
δυσεξίλαστος
View word page
δυσεξειλήτως
δῠσεξ-ειλήτως, v.-ίλλητος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσεξειλήτως
Headword (normalized):
δυσεξειλήτως
Headword (normalized/stripped):
δυσεξειλητως
IDX:
28945
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28946
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεξ-ειλήτως</span>, v.-<span class="itype greek">ίλλητος</span>.</div><br><br>'}