Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεντευξία
δυσένωτος
δυσεξάγωγος
δυσεξάκουστος
δυσεξάλειπτος
δυσεξάλυκτος
δυσεξανάλωτος
δυσεξαπάτητος
δυσέξαπτος
δυσεξαρίθμητος
δυσεξάτμιστος
δυσεξειλήτως
δυσεξέλεγκτος
δυσεξέλευστος
δυσεξέλικτος
δυσεξέργαστος
δυσεξερεύνητος
δυσεξεύρετος
δυσεξήγητος
δυσεξημέρωτος
δυσεξήνυστος
View word page
δυσεξάτμιστος
δῠσεξ-άτμιστος, ον,
A). hard to evaporate, Gal. 14.776 .


ShortDef

hard to evaporate

Debugging

Headword:
δυσεξάτμιστος
Headword (normalized):
δυσεξάτμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεξατμιστος
IDX:
28944
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28945
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεξ-άτμιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to evaporate</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 14.776 </span>.</div> </div><br><br>'}