Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσελπιστία
δυσέλπιστος
δυσέμβατος
δυσέμβλητος
δυσέμβολος
δυσεμέω
δυσεμής
δυσέμπρηστος
δυσέμπτωτος
δυσενέδρευτος
δυσενέργεια
δυσενέργητος
δυσεντερία
δυσεντεριάω
δυσεντερικός
δυσεντέριον
δυσεντεριώδης
δυσέντερος
δυσέντευκτος
δυσεντευξία
δυσένωτος
View word page
δυσενέργεια
δῠσενέργ-εια, ,
A). lassitude, Dsc. 5.49 .


ShortDef

lassitude

Debugging

Headword:
δυσενέργεια
Headword (normalized):
δυσενέργεια
Headword (normalized/stripped):
δυσενεργεια
IDX:
28925
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28926
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσενέργ-εια</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">lassitude</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 5.49 </span>.</div> </div><br><br>'}