Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσέκπνευστος
δυσεκπόνητος
δυσεκπόρευτος
δυσέκπτωτος
δυσεκπύητος
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
δυσέκρυπτος
δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσεκφόρητος
δυσέκφορος
δυσεκφώνητος
δυσέλεγκτος
Δυσελένα
δυσέλικτος
δυσελκής
δυσελκία
δυσελπίζω
δύσελπις
δυσελπιστέω
View word page
δυσεκφόρητος
δῠσεκ-φόρητος, ον, = sq., D.H. Comp. 22 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσεκφόρητος
Headword (normalized):
δυσεκφόρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκφορητος
IDX:
28904
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28905
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεκ-φόρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = sq., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg012:22" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0081.tlg012:22/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.H.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Comp.</span> 22 </a>.</div><br><br>'}