Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

ἀγακλειτός
ἀγακλυμένη
ἀγακλυτός
ἀγακτιμένη
ἀγαλακτία
ἀγάλακτος
ἀγάλαξ
ἀγαλλίαμα
ἀγαλλίασις
ἀγαλλιάω
ἀγαλλιάζει
ἀγάλλιος
ἀγαλμός
ἀγαλλίς
ἀγάλλω
ἄγαλμα
ἀγαλματίας
ἀγαλμάτιον
ἀγαλματίτης
ἀγαλματογλύφος
ἀγαλματοποιέω
View word page
ἀγαλλιάζει
ἀγαλλιάζει· λοιδορεῖται,


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγαλλιάζει
Headword (normalized):
ἀγαλλιάζει
Headword (normalized/stripped):
αγαλλιαζει
IDX:
288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-289
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">ἀγαλλιάζει·</span> <span class="foreign greek">λοιδορεῖται,</span> </div><br><br>'}