Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεκμύζητος
δυσέκνευστος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
δυσέκπλους
δυσέκπλυτος
δυσέκπνευστος
δυσεκπόνητος
δυσεκπόρευτος
δυσέκπτωτος
δυσεκπύητος
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
δυσέκρυπτος
δυσέκτηκτος
δυσέκφευκτος
δυσεκφόρητος
δυσέκφορος
View word page
δυσεκπόνητος
δῠσεκ-πόνητος, ον , τιμωρίας καὶ πόνους δυς[εκπο] νήτους
A). hard to endure, Phld. Herc. 1251.12 (dub. rest.).


ShortDef

hard to endure

Debugging

Headword:
δυσεκπόνητος
Headword (normalized):
δυσεκπόνητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκπονητος
IDX:
28895
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28896
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεκ-πόνητος</span>, <span class="itype greek">ον</span> <span class="foreign greek">, τιμωρίας καὶ πόνους δυς[εκπο] νήτους</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to endure</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Herc.</span> 1251.12 </span> (dub. rest.).</div> </div><br><br>'}