Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσέκλειπτος
δυσεκλήπτως
δυσεκλόγιστος
δυσέκλυτος
δυσεκμόχλευτος
δυσεκμύζητος
δυσέκνευστος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
δυσέκπλους
δυσέκπλυτος
δυσέκπνευστος
δυσεκπόνητος
δυσεκπόρευτος
δυσέκπτωτος
δυσεκπύητος
δυσεκρίζωτος
δυσεκρίπτος
View word page
δυσεκπλήρωτος
δῠσεκ-πλήρωτος
,
ον
,
A).
hardly realizable
,
Phld.
D.
1.12
.
ShortDef
hardly realizable
Debugging
Headword:
δυσεκπλήρωτος
Headword (normalized):
δυσεκπλήρωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκπληρωτος
IDX:
28890
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28891
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεκ-πλήρωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hardly realizable</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 1.12 </span>.</div> </div><br><br>'}