Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
δυσεκκόμιστος
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
δυσεκλάλητος
δυσέκλειπτος
δυσεκλήπτως
δυσεκλόγιστος
δυσέκλυτος
δυσεκμόχλευτος
δυσεκμύζητος
δυσέκνευστος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
δυσέκπλους
View word page
δυσεκλόγιστος
δῠσεκ-λόγιστος, ον,
A). hard to calculate, Suid.


ShortDef

hard to calculate

Debugging

Headword:
δυσεκλόγιστος
Headword (normalized):
δυσεκλόγιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκλογιστος
IDX:
28882
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28883
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεκ-λόγιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to calculate</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}