Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσεκθέρμαντος
δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
δυσεκκόμιστος
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
δυσεκλάλητος
δυσέκλειπτος
δυσεκλήπτως
δυσεκλόγιστος
δυσέκλυτος
δυσεκμόχλευτος
δυσεκμύζητος
δυσέκνευστος
δυσέκνιπτος
δυσεκπέρατος
δυσέκπληκτος
δυσεκπλήρωτος
δυσέκπλοκος
View word page
δυσεκλήπτως
δῠσεκ-λήπτως, Adv. dub. in Gal. Anim.Pass. 1.5 (leg. δυσεξάλειπτον).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσεκλήπτως
Headword (normalized):
δυσεκλήπτως
Headword (normalized/stripped):
δυσεκληπτως
IDX:
28881
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28882
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεκ-λήπτως</span>, Adv. dub. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg029:1:5" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0057.tlg029:1.5/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Anim.Pass.</span> 1.5 </a> (leg. <span class="foreign greek">δυσεξάλειπτον</span>).</div><br><br>'}