Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσείσπλωτος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
δυσέκδυτος
δυσεκθέρμαντος
δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
δυσεκκόμιστος
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
δυσεκλάλητος
δυσέκλειπτος
δυσεκλήπτως
δυσεκλόγιστος
δυσέκλυτος
δυσεκμόχλευτος
δυσεκμύζητος
View word page
δυσεκκένωτος
δῠσεκ-κένωτος, ον,
A). hard to evacuate, Gal. 8.192 .


ShortDef

hard to evacuate

Debugging

Headword:
δυσεκκένωτος
Headword (normalized):
δυσεκκένωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκκενωτος
IDX:
28875
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28876
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεκ-κένωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to evacuate</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 8.192 </span>.</div> </div><br><br>'}