Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσείσπλους
δυσείσπλωτος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
δυσέκδυτος
δυσεκθέρμαντος
δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
δυσεκκόμιστος
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
δυσεκλάλητος
δυσέκλειπτος
δυσεκλήπτως
δυσεκλόγιστος
δυσέκλυτος
δυσεκμόχλευτος
View word page
δυσεκκαρτέρητος
δῠσεκ-καρτέρητος
,
ον
,
A).
hard to endure
,
κακόν
Phld.
D.
1.12
.
ShortDef
hard to endure
Debugging
Headword:
δυσεκκαρτέρητος
Headword (normalized):
δυσεκκαρτέρητος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκκαρτερητος
IDX:
28874
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28875
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεκ-καρτέρητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to endure</span>, <span class="quote greek">κακόν</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Phld.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">D.</span> 1.12 </span> .</div> </div><br><br>'}