Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσείματος
δυσειμονία
δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλους
δυσείσπλωτος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
δυσέκδυτος
δυσεκθέρμαντος
δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
δυσεκκόμιστος
δυσέκκριτος
δυσέκκρουστος
View word page
δυσέκδεκτος
δῠσέκ-δεκτος, ον,
A). hard to endure, intolerable, Gal. 19.2 .


ShortDef

hard to endure, intolerable

Debugging

Headword:
δυσέκδεκτος
Headword (normalized):
δυσέκδεκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεκδεκτος
IDX:
28868
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28869
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσέκ-δεκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to endure, intolerable</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.2 </span>.</div> </div><br><br>'}