Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσείκαστος
δύσεικτος
δυσειματέω
δυσείματος
δυσειμονία
δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλους
δυσείσπλωτος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
δυσέκδυτος
δυσεκθέρμαντος
δυσέκθυτος
δυσεκκάθαρτος
δυσεκκαρτέρητος
δυσεκκένωτος
View word page
δυσείσπλωτος
δῠσείς-πλωτος, ον, = foreg., prob. l. for δυσεκ-, Sch. Th. 3.2 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσείσπλωτος
Headword (normalized):
δυσείσπλωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσεισπλωτος
IDX:
28865
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28866
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσείς-πλωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = foreg., prob. l. for <span class="foreign greek">δυσεκ-</span>, Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:3:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc1:3.2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Th.</span> 3.2 </a>.</div><br><br>'}