Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσέγχωστος
δύσεδρος
δυσείδεια
δυσειδής
δυσείκαστος
δύσεικτος
δυσειματέω
δυσείματος
δυσειμονία
δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλους
δυσείσπλωτος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
δυσέκδεκτος
δυσέκδρομος
δυσέκδυτος
δυσεκθέρμαντος
View word page
δυσειρεσία
δῠσειρεσία, ,
A). difficulty in rowing, Suid.


ShortDef

difficulty in rowing

Debugging

Headword:
δυσειρεσία
Headword (normalized):
δυσειρεσία
Headword (normalized/stripped):
δυσειρεσια
IDX:
28861
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28862
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσειρεσία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">difficulty in rowing</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> </div> </div><br><br>'}