Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
δυσεγκλήμων
δυσεγχείρητος
δυσέγχωστος
δύσεδρος
δυσείδεια
δυσειδής
δυσείκαστος
δύσεικτος
δυσειματέω
δυσείματος
δυσειμονία
δυσείμων
δυσειρεσία
δυσείσβολος
δυσείσοδος
δυσείσπλους
δυσείσπλωτος
δυσέκβατος
δυσεκβίαστος
View word page
δυσειματέω
δῠσειμ-ᾰτέω,
A). to wear mean clothes, Plu. 2.299e .


ShortDef

to wear mean clothes

Debugging

Headword:
δυσειματέω
Headword (normalized):
δυσειματέω
Headword (normalized/stripped):
δυσειματεω
IDX:
28857
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28858
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσειμ-ᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to wear mean clothes</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.299e </span>.</div> </div><br><br>'}