Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
δυσδιόριστος
δυσδίωκτος
δυσδοκίμαστος
δύσδωρος
δύσεα
δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
δυσεγκλήμων
δυσεγχείρητος
δυσέγχωστος
δύσεδρος
δυσείδεια
δυσειδής
δυσείκαστος
δύσεικτος
δυσειματέω
δυσείματος
δυσειμονία
View word page
δυσεγκλήμων
δῠσεγ-κλήμων,
A). v. δυσαύλητος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσεγκλήμων
Headword (normalized):
δυσεγκλήμων
Headword (normalized/stripped):
δυσεγκλημων
IDX:
28849
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28850
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠσεγ-κλήμων</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δυσαύλητος</span> .</div> </div><br><br>'}