Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
δυσδιόριστος
δυσδίωκτος
δυσδοκίμαστος
δύσδωρος
δύσεα
δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
δυσεγκλήμων
δυσεγχείρητος
δυσέγχωστος
δύσεδρος
δυσείδεια
δυσειδής
δυσείκαστος
δύσεικτος
View word page
δύσεα
δύσεα· τοῦ τοίχου τὰ πέριξ ( Cypr.), Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύσεα
Headword (normalized):
δύσεα
Headword (normalized/stripped):
δυσεα
IDX:
28846
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28847
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύσεα·</span> <span class="foreign greek">τοῦ τοίχου τὰ πέριξ</span> (<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Cypr.</span></span>), <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}