Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
δυσδιόριστος
δυσδίωκτος
δυσδοκίμαστος
δύσδωρος
δύσεα
δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
δυσεγκλήμων
δυσεγχείρητος
δυσέγχωστος
δύσεδρος
δυσείδεια
δυσειδής
View word page
δυσδοκίμαστος
δυσδοκίμαστος [ῐ],,
A). hard to test, τῇ γεύσει Dsc. 3.82 .


ShortDef

hard to test

Debugging

Headword:
δυσδοκίμαστος
Headword (normalized):
δυσδοκίμαστος
Headword (normalized/stripped):
δυσδοκιμαστος
IDX:
28844
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28845
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδοκίμαστος</span> [<span class="foreign greek">ῐ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to test</span>, <span class="quote greek">τῇ γεύσει</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.82 </span> .</div> </div><br><br>'}