Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιεξόδευτος
δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
δυσδιόριστος
δυσδίωκτος
δυσδοκίμαστος
δύσδωρος
δύσεα
δυσέγερτος
δυσεγκαρτέρητος
δυσεγκλήμων
δυσεγχείρητος
δυσέγχωστος
View word page
δυσδιόρθωτος
δυσδι-όρθωτος, ον,
A). hard to set right, Hsch.


ShortDef

hard to set right

Debugging

Headword:
δυσδιόρθωτος
Headword (normalized):
δυσδιόρθωτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιορθωτος
IDX:
28841
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28842
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδι-όρθωτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to set right</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}