Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιεξόδευτος
δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
δυσδιόριστος
δυσδίωκτος
δυσδοκίμαστος
δύσδωρος
δύσεα
δυσέγερτος
View word page
δυσδιόδευτος
δυσδι-όδευτος, ον, = δυσδι-ήλῠτος, Hsch.; of a child's tissues, Sor. 1.95 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσδιόδευτος
Headword (normalized):
δυσδιόδευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιοδευτος
IDX:
28837
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28838
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδι-όδευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, = <span class="orth greek">δυσδι-ήλῠτος</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>; of a child\'s tissues, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1:95" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0565.tlg001:1.95/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Sor.</span> 1.95 </a>.</div><br><br>'}