Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιεξόδευτος
δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
δυσδιόριστος
View word page
δυσδιεξίτητος
δυσδι-εξίτητος [ῐτ],,
A). hard to get through, v.l. in D.S. 3.44 .


ShortDef

hard to get through

Debugging

Headword:
δυσδιεξίτητος
Headword (normalized):
δυσδιεξίτητος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιεξιτητος
IDX:
28832
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28833
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδι-εξίτητος</span> [<span class="foreign greek">ῐτ],</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to get through</span>, v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:3:44" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0060.tlg001.perseus-grc3:3.44/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.S.</span> 3.44 </a>.</div> </div><br><br>'}