Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιεξόδευτος
δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
δυσδιόρθωτος
View word page
δυσδιέξακτος
δυσδι-έξακτος, ον,
A). hard to pass, βίος Porph. Abst. 4.18 .


ShortDef

hard to pass

Debugging

Headword:
δυσδιέξακτος
Headword (normalized):
δυσδιέξακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιεξακτος
IDX:
28831
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28832
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδι-έξακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to pass</span>, <span class="quote greek">βίος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg003:4:18" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2034.tlg003:4.18/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Porph.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Abst.</span> 4.18 </a> .</div> </div><br><br>'}