Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιεξόδευτος
δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
δυσδίοδος
δυσδιοίκητος
δυσδιόρατος
View word page
δυσδιέγερτος
δυσδι-έγερτος
,
ον
,
A).
hard to be roused from
,
καταφορά
Gal.
19.413
, cf.
Herod.
(?) Med. in
Rh.Mus.
58.77
.
ShortDef
hard to be roused from
Debugging
Headword:
δυσδιέγερτος
Headword (normalized):
δυσδιέγερτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιεγερτος
IDX:
28830
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28831
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδι-έγερτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to be roused from</span>, <span class="quote greek">καταφορά</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 19.413 </span> , cf. <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Herod.</span> </span> (?) Med. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Rh.Mus.</span> 58.77 </span>.</div> </div><br><br>'}