Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιεξόδευτος
δυσδιέξοδος
δυσδιερεύνητος
δυσδιήγητος
δυσδιόδευτος
View word page
δυσδιαφύλακτος
δυσδια-φύλακτος,
A). v. δυσδιάφευκτος .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσδιαφύλακτος
Headword (normalized):
δυσδιαφύλακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιαφυλακτος
IDX:
28827
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28828
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδια-φύλακτος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δυσδιάφευκτος</span> .</div> </div><br><br>'}