Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
δυσδιεξόδευτος
View word page
δυσδιάφευκτος
δυσδιά-φευκτος
or
δυσδιά-φυκτος
,
ον
,
A).
hard to escape
,
Suid.
,
Hsch.
(-
διαφύ[λα]κτον
cod.).
ShortDef
hard to escape
Debugging
Headword:
δυσδιάφευκτος
Headword (normalized):
δυσδιάφευκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιαφευκτος
IDX:
28823
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28824
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδιά-φευκτος</span> or <span class="orth greek">δυσδιά-φυκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to escape</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span></span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (-<span class="foreign greek">διαφύ[λα]κτον</span> cod.).</div> </div><br><br>'}