Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιακόντιστος
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
δυσδιέξακτος
δυσδιεξίτητος
View word page
δυσδιάτηκτος
δυσδιά-τηκτος, ον,
A). hard to soften, prob.l., Thphr. CP 2.15.2 .


ShortDef

hard to soften

Debugging

Headword:
δυσδιάτηκτος
Headword (normalized):
δυσδιάτηκτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιατηκτος
IDX:
28822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28823
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδιά-τηκτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to soften</span>, prob.l., <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:2:15:2" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg002:2:15:2/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">CP</span> 2.15.2 </a>.</div> </div><br><br>'}