Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιαίτητος
δυσδιακόμιστος
δυσδιακόντιστος
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
δυσδιαχώρητος
δυσδίδακτος
δυσδιέγερτος
View word page
δυσδιαστατέω
δυσδια-στᾰτέω,
A). to be unstable, dub. in Plu. 2.993e .


ShortDef

to be unstable

Debugging

Headword:
δυσδιαστατέω
Headword (normalized):
δυσδιαστατέω
Headword (normalized/stripped):
δυσδιαστατεω
IDX:
28820
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28821
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδια-στᾰτέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be unstable</span>, dub. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plu.</span> 2.993e </span>.</div> </div><br><br>'}