Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιάγωγος
δυσδιάθετος
δυσδιαίρετος
δυσδιαίτητος
δυσδιακόμιστος
δυσδιακόντιστος
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
δυσδιαφύλακτος
View word page
δυσδιάνοικτος
δυσδιάνοικτος, ον,
A). hard to open, ὀφθαλμός Hippiatr. 1 .


ShortDef

hard to open

Debugging

Headword:
δυσδιάνοικτος
Headword (normalized):
δυσδιάνοικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιανοικτος
IDX:
28817
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28818
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδιάνοικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to open</span>, <span class="quote greek">ὀφθαλμός</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Hippiatr.</span> 1 </span> .</div> </div><br><br>'}