Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιάγνωστος
δυσδιάγωγος
δυσδιάθετος
δυσδιαίρετος
δυσδιαίτητος
δυσδιακόμιστος
δυσδιακόντιστος
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
δυσδιαφορησία
δυσδιαφόρητος
View word page
δυσδιανόητος
δυσδια-νόητος, ον,
A). hard to understand. Sch. E. Ph. 30 .


ShortDef

hard to understand

Debugging

Headword:
δυσδιανόητος
Headword (normalized):
δυσδιανόητος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιανοητος
IDX:
28816
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28817
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδια-νόητος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to understand.</span> Sch.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg015.perseus-grc1:30" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg015.perseus-grc1:30/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ph.</span> 30 </a>.</div> </div><br><br>'}