Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδιάβατος
δυσδιαγνω<ς>τικός
δυσδιάγνωστος
δυσδιάγωγος
δυσδιάθετος
δυσδιαίρετος
δυσδιαίτητος
δυσδιακόμιστος
δυσδιακόντιστος
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
δυσδιάφευκτος
δυσδιάφθαρτος
View word page
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλλακτος, ον,
A). hard to reconcile, Suid. Adv.-τως Ammon. 63 .


ShortDef

hard to reconcile

Debugging

Headword:
δυσδιάλλακτος
Headword (normalized):
δυσδιάλλακτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιαλλακτος
IDX:
28814
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28815
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδιάλλακτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to reconcile</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Suid.</span> </span> Adv.-<span class="itype greek">τως</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0289.tlg001:63" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0289.tlg001:63/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ammon.</span> 63 </a>.</div> </div><br><br>'}