Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσδηνίας
δύσδηρις
δυσδιάβατος
δυσδιαγνω<ς>τικός
δυσδιάγνωστος
δυσδιάγωγος
δυσδιάθετος
δυσδιαίρετος
δυσδιαίτητος
δυσδιακόμιστος
δυσδιακόντιστος
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
δυσδιάτηκτος
View word page
δυσδιακόντιστος
δυσδιᾰκόντιστος, ον,
A). hard to pierce, Ael. NA 17.44 .


ShortDef

hard to pierce

Debugging

Headword:
δυσδιακόντιστος
Headword (normalized):
δυσδιακόντιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιακοντιστος
IDX:
28812
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28813
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδιᾰκόντιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to pierce</span>, <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:17:44" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0545.tlg001:17.44/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ael.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">NA</span> 17.44 </a>.</div> </div><br><br>'}