Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσδηλις
δυσδηνίας
δύσδηρις
δυσδιάβατος
δυσδιαγνω<ς>τικός
δυσδιάγνωστος
δυσδιάγωγος
δυσδιάθετος
δυσδιαίρετος
δυσδιαίτητος
δυσδιακόμιστος
δυσδιακόντιστος
δυσδιάκριτος
δυσδιάλλακτος
δυσδιάλυτος
δυσδιανόητος
δυσδιάνοικτος
δυσδιάπνευστος
δυσδιάσπαστος
δυσδιαστατέω
δυσδιάστατος
View word page
δυσδιακόμιστος
δυσδιακόμιστος
,
ον
,
A).
hard to carry through
,
Hsch.
ShortDef
hard to carry through
Debugging
Headword:
δυσδιακόμιστος
Headword (normalized):
δυσδιακόμιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσδιακομιστος
IDX:
28811
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28812
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδιακόμιστος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to carry through</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}