Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσγω
δυσδαιμονέω
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδάμαστος
δύσδεικτος
δυσδέρκετος
δυσδερκής
δύσδηλις
δυσδηνίας
δύσδηρις
δυσδιάβατος
δυσδιαγνω<ς>τικός
δυσδιάγνωστος
δυσδιάγωγος
δυσδιάθετος
δυσδιαίρετος
δυσδιαίτητος
δυσδιακόμιστος
View word page
δύσδηλις
δύς-δηλις, ιδος, , ,(δηλέομαι)
A). baneful, Hsch.


ShortDef

baneful

Debugging

Headword:
δύσδηλις
Headword (normalized):
δύσδηλις
Headword (normalized/stripped):
δυσδηλις
IDX:
28801
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28802
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύς-δηλις</span>, <span class="itype greek">ιδος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>,(<span class="etym greek">δηλέομαι</span>) <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">baneful</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}