Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσγονος
δυσγράμματος
δυσγρίπιστος
δύσγω
δυσδαιμονέω
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδάμαστος
δύσδεικτος
δυσδέρκετος
δυσδερκής
δύσδηλις
δυσδηνίας
δύσδηρις
δυσδιάβατος
δυσδιαγνω<ς>τικός
δυσδιάγνωστος
δυσδιάγωγος
δυσδιάθετος
View word page
δύσδεικτος
δύς-δεικτος, ον,
A). hard to prove, θεωρήματα Gal. 15.139 .


ShortDef

hard to prove

Debugging

Headword:
δύσδεικτος
Headword (normalized):
δύσδεικτος
Headword (normalized/stripped):
δυσδεικτος
IDX:
28798
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28799
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύς-δεικτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">hard to prove</span>, <span class="quote greek">θεωρήματα</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 15.139 </span> .</div> </div><br><br>'}