Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσγνοια
δυσγνώμων
δυσγνώριστος
δυσγνωσία
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δύσγονος
δυσγράμματος
δυσγρίπιστος
δύσγω
δυσδαιμονέω
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδάμαστος
δύσδεικτος
δυσδέρκετος
δυσδερκής
δύσδηλις
δυσδηνίας
View word page
δυσδαιμονέω
δυσδαιμ-ονέω,
A). to be wretched, Longin. 9.7 .


ShortDef

to be wretched

Debugging

Headword:
δυσδαιμονέω
Headword (normalized):
δυσδαιμονέω
Headword (normalized/stripped):
δυσδαιμονεω
IDX:
28792
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28793
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δυσδαιμ-ονέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be wretched</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Longin.</span> 9.7 </span>.</div> </div><br><br>'}