Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσγεώργητος
δύσγνοια
δυσγνώμων
δυσγνώριστος
δυσγνωσία
δύσγνωστος
δυσγοήτευτος
δύσγονος
δυσγράμματος
δυσγρίπιστος
δύσγω
δυσδαιμονέω
δυσδαιμονία
δυσδαίμων
δυσδάκρυτος
δύσδαμαρ
δυσδάμαστος
δύσδεικτος
δυσδέρκετος
δυσδερκής
δύσδηλις
View word page
δύσγω
δύσγω· ἀποδύω, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δύσγω
Headword (normalized):
δύσγω
Headword (normalized/stripped):
δυσγω
IDX:
28791
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28792
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δύσγω·</span> <span class="foreign greek">ἀποδύω</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}