Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσβασανίστως
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβήρης
δύσβιος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
δυσγαμία
δύσγαμος
δυσγάργαλις
δυσγάργαλος
δυσγένεια
δυσγενής
View word page
δυσβούλευτος
δῠς-βούλευτος, ον,
A). ill-advised, EM 3.51 .


ShortDef

ill-advised

Debugging

Headword:
δυσβούλευτος
Headword (normalized):
δυσβούλευτος
Headword (normalized/stripped):
δυσβουλευτος
IDX:
28769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28770
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-βούλευτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">ill-advised,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">EM</span> 3.51 </span>.</div> </div><br><br>'}