Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάρνακος
δυσβασανίστως
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβήρης
δύσβιος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
δυσβουλία
δυσβράκανος
δύσβωλος
δυσγαμέω
View word page
δυσβήρης
δῠς-βήρης or δῠς-βηρής, ές,
A). = δύσβατος , Hsch., EM 291.43 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσβήρης
Headword (normalized):
δυσβήρης
Headword (normalized/stripped):
δυσβηρης
IDX:
28763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28764
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-βήρης</span> or <span class="orth greek">δῠς-βηρής</span>, <span class="itype greek">ές</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">δύσβατος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span>, <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 291.43 </span>.</div> </div><br><br>'}