Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
δύσαυλος
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάρνακος
δυσβασανίστως
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβήρης
δύσβιος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
δυσβούλευτος
View word page
δυσβασανίστως
δῠς-βᾰσᾰνίστως
,
A).
gloss on
ἀβασανίστως
,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
δυσβασανίστως
Headword (normalized):
δυσβασανίστως
Headword (normalized/stripped):
δυσβασανιστως
IDX:
28759
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28760
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-βᾰσᾰνίστως</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> gloss on <span class="ref greek">ἀβασανίστως</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}