Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχής
δυσαχθής
δυσβάρνακος
δυσβασανίστως
δυσβάστακτος
δυσβατοποιέομαι
δύσβατος
δυσβήρης
δύσβιος
δυσβίοτος
δυσβλεπτέω
δυσβοήθητος
δύσβολος
View word page
δυσβάρνακος
δῠς-βάρνακος·
A). δυσκατανόητος, βάρνακα γὰρ ἄγρια λάχανα δύσπλυτα EM 291.45 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσβάρνακος
Headword (normalized):
δυσβάρνακος
Headword (normalized/stripped):
δυσβαρνακος
IDX:
28758
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28759
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-βάρνακος·</span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">δυσκατανόητος, βάρνακα γὰρ ἄγρια λάχανα δύσπλυτα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:291:45" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:291.45/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 291.45 </a> .</div> </div><br><br>'}