Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαύλητος
δυσαυλία
δύσαυλις
δυσαύλιστος
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
δυσαχής
δυσαχής
δυσαχθής
View word page
δυσαύλιστος
δῠς-αύλιστος, gloss on sq., Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσαύλιστος
Headword (normalized):
δυσαύλιστος
Headword (normalized/stripped):
δυσαυλιστος
IDX:
28747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28748
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-αύλιστος</span>, gloss on sq., <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}