Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δυσαρεστία
δυσαρεστικός
δυσάρεστος
δυσαρίθμητος
δυσαριστοτόκεια
δύσαρκτος
δυσαρμοστία
δυσάρμοστος
δυσαρχία
δυσαυγής
δυσαύλητος
δυσαυλία
δύσαυλις
δυσαύλιστος
δύσαυλος
δύσαυλος
δυσαυξής
δυσαυρία
δυσαυχής
δυσαφαίρετος
δυσαφής
View word page
δυσαύλητος
δῠς-αύλητος· δυσεγκλήμων, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δυσαύλητος
Headword (normalized):
δυσαύλητος
Headword (normalized/stripped):
δυσαυλητος
IDX:
28744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-28745
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῠς-αύλητος·</span> <span class="foreign greek">δυσεγκλήμων</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}